sperta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sperta | spertaj |
αιτιατική | spertan | spertajn |
sperta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sperta | spertaj |
αιτιατική | spertan | spertajn |
sperta (eo)