spermo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spermo | spermoj |
αιτιατική | spermon | spermojn |
spermo (eo)
- το σπέρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spermo | spermoj |
αιτιατική | spermon | spermojn |
spermo (eo)