soupirant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupirant | soupirants |
θηλυκό | soupirante | soupirantes |
soupirant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupirant | soupirants |
θηλυκό | soupirante | soupirantes |
soupirant (fr)