sorpo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sorpo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorpo | sorpoj |
αιτιατική | sorpon | sorpojn |
sorpo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorpo | sorpoj |
αιτιατική | sorpon | sorpojn |
sorpo (eo)