soneto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soneto | sonetoj |
αιτιατική | soneton | sonetojn |
soneto (eo)
- το σονέτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soneto | sonetoj |
αιτιατική | soneton | sonetojn |
soneto (eo)