sonĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonĝo | sonĝoj |
αιτιατική | sonĝon | sonĝojn |
sonĝo (eo)
- το όνειρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonĝo | sonĝoj |
αιτιατική | sonĝon | sonĝojn |
sonĝo (eo)