ενικός         πληθυντικός  
sole proprietorship sole proprietorships

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sole proprietorship < → δείτε τις λέξεις sole και proprietorship

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

sole proprietorship (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία