smeraldo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | smeraldo | smeraldoj |
αιτιατική | smeraldon | smeraldojn |
smeraldo (eo)
- το σμαράγδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | smeraldo | smeraldoj |
αιτιατική | smeraldon | smeraldojn |
smeraldo (eo)