skvamo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- skvamo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skvamo | skvamoj |
αιτιατική | skvamon | skvamojn |
skvamo (eo)
- το λέπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skvamo | skvamoj |
αιτιατική | skvamon | skvamojn |
skvamo (eo)