skueto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skueto | skuetoj |
αιτιατική | skueton | skuetojn |
skueto (eo)
- ταρακούνημα, μικρό κούνημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skueto | skuetoj |
αιτιατική | skueton | skuetojn |
skueto (eo)