Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skød/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

skeud (br) αρσενικό (πληθυντικός: skeudoù) (/ˈskø.dɔʊ/)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
skeud < verlan του disque

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skœd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
skeud skeuds

skeud (fr) αρσενικό

  • (αργκό) ο δίσκος
    Mon nouveau skeud enfin dans les bacs ! - Ο νέος μου δίσκος βγήκε επιτέλους στην πώληση!