skarlato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- skarlato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarlato | skarlatoj |
αιτιατική | skarlaton | skarlatojn |
skarlato (eo)
- το άλικο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skarlato | skarlatoj |
αιτιατική | skarlaton | skarlatojn |
skarlato (eo)