skandio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skandio | skandioj |
αιτιατική | skandion | skandiojn |
skandio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skandio | skandioj |
αιτιατική | skandion | skandiojn |
skandio (eo)