skandinavino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- skandinavino < skandinav- + -in- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skandinavino | skandinavinoj |
αιτιατική | skandinavinon | skandinavinojn |
skandinavino (eo)