sinergio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sinergio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinergio | sinergioj |
αιτιατική | sinergion | sinergiojn |
sinergio (eo)
- η συνεργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinergio | sinergioj |
αιτιατική | sinergion | sinergiojn |
sinergio (eo)