sindikato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sindikato | sindikatoj |
αιτιατική | sindikaton | sindikatojn |
sindikato (eo)
- το συνδικάτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sindikato | sindikatoj |
αιτιατική | sindikaton | sindikatojn |
sindikato (eo)