simpleco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpleco | simplecoj |
αιτιατική | simplecon | simplecojn |
simpleco (eo)
- η απλότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpleco | simplecoj |
αιτιατική | simplecon | simplecojn |
simpleco (eo)