ενικός πληθυντικός
silencio silencios

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

silencio (es) αρσενικό

  1. η σιωπή, η σιγή (απουσία ήχου)
  2. (μουσική) η παύση
    silencio de redonda - παύση ολόκληρου