siktir
Τουρκικά (tr)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- siktir < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική سیكتر (siktir, γάμα! γάμησε! προστακτική)
Επιφώνημα
επεξεργασία
siktir! (tr)
- (χυδαίο, υβριστικό) σιχτίρ! (έκφραση αγανάκτησης)
- (χυδαίο, υβριστικό) ξεκουμπίδια! τσακίσου! (έκφραση αποπομπής)
Εκφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- siktir: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
siktir (tr)
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του siktirmek
Πηγές
επεξεργασία
- siktir - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν