sifiliso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sifiliso | sifilisoj |
αιτιατική | sifilison | sifilisojn |
sifiliso (eo)
- η σύφιλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sifiliso | sifilisoj |
αιτιατική | sifilison | sifilisojn |
sifiliso (eo)