shyness
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η ντροπαλοσύνη, η ντροπαλότητα, η συστολή
- ↪ Some people find it difficult to speak in public due to their shyness.
- Κάποια άτομα βρίσκουν δύσκολο το να μιλάνε δημόσια λόγω της ντροπαλότητάς τους.
- ↪ Some people find it difficult to speak in public due to their shyness.