Ετυμολογία

επεξεργασία
shyness < shy + -ness

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʃaɪ.nəs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shyness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η δειλία, η ντροπαλοσύνη, η ντροπαλότητα, η συστολή
    ⮡  You should get over your shyness.
    Πρέπει να ξεπεράσεις τη δειλία σου.
    ⮡  Some people find it difficult to speak in public due to their shyness.
    Κάποια άτομα βρίσκουν δύσκολο το να μιλάνε δημόσια λόγω της ντροπαλότητάς τους.