ενεστώτας shore up
γ΄ ενικό ενεστώτα shores up
αόριστος shored up
παθητική μετοχή shored up
ενεργητική μετοχή shoring up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shore up < → δείτε τις λέξεις shore και up

shore up (en)

  1. στηρίζω, υποστηρίζω μέρος ενός κτιρίου ή άλλης μεγάλης κατασκευής τοποθετώντας στηρίγματα κάτω από αυτό, ώστε να μην πέσει κάτω
    The workers were shoring up the dock after it fell into the water.
    Οι εργάτες στηρίζουν το dock αφού έπεσε στο νερό.
    They shored up the dam.
    Υποστήριξαν το φράγμα.
  2. στηρίζω, ενισχύω, βοηθώ να υποστηρίξω κάτι που είναι αδύναμο ή πρόκειται να αποτύχει
    My family shored me up after I failed the GED.
    Η οικογένειά μου με στήριξε μετά την αποτυχία μου στις [εξετάσεις γενικής παιδείας του] GED.
    This success shored up my confidence.
    Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε την εμπιστοσύνη μου.
    They took it upon themselves to shore up the business with their own capital.
    Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.