shore up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | shore up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shores up |
αόριστος | shored up |
παθητική μετοχή | shored up |
ενεργητική μετοχή | shoring up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαshore up (en)
- στηρίζω, υποστηρίζω μέρος ενός κτιρίου ή άλλης μεγάλης κατασκευής τοποθετώντας στηρίγματα κάτω από αυτό, ώστε να μην πέσει κάτω
- ↪ The workers were shoring up the dock after it fell into the water.
- Οι εργάτες στηρίζουν το dock αφού έπεσε στο νερό.
- ↪ They shored up the dam.
- Υποστήριξαν το φράγμα.
- ↪ The workers were shoring up the dock after it fell into the water.
- στηρίζω, ενισχύω, βοηθώ να υποστηρίξω κάτι που είναι αδύναμο ή πρόκειται να αποτύχει
- ↪My family shored me up after I failed the GED.
- Η οικογένειά μου με στήριξε μετά την αποτυχία μου στις [εξετάσεις γενικής παιδείας του] GED.
- ↪ This success shored up my confidence.
- Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε την εμπιστοσύνη μου.
- ↪ They took it upon themselves to shore up the business with their own capital.
- Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
- ↪My family shored me up after I failed the GED.
Πηγές
επεξεργασία- shore up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 921. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποστηρίζω