ενικός         πληθυντικός  
shopping shoppings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shopping (en)

  • τα ψώνια, οι αγορές
    ⮡  We went out shopping.
    Βγήκαμε για ψώνια.
    ⮡  I do my shopping online.
    Κάνω τις αγορές μου διαδικτυακά.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

shopping (en)