sfinkso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sfinkso < [sfinks-]] + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sfinkso | sfinksoj |
αιτιατική | sfinkson | sfinksojn |
sfinkso (eo)
- η σφίγξ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sfinkso | sfinksoj |
αιτιατική | sfinkson | sfinksojn |
sfinkso (eo)