παραθετικά
θετικός severely
συγκριτικός more severely
υπερθετικός most severely

  Ετυμολογία

επεξεργασία
severely < severe + -ly

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɪˈvɪə.li/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /səˈvɪr.li/ (ΗΠΑ)

  Επίρρημα

επεξεργασία

severely (en)

  1. σφοδρά, πολύ άσχημα ή σοβαρά
    ⮡  The car was severely damaged in the accident.
    Το αυτοκίνητο ζημιώθηκε σφοδρά στο ατύχημα.
  2. αυστηρά, με αυστηρό τρόπο
    ⮡  I was severely punished.
    Τιμωρήθηκα αυστηρά.