severely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | severely |
συγκριτικός | more severely |
υπερθετικός | most severely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαseverely (en)
- σφοδρά, πολύ άσχημα ή σοβαρά
- ⮡ The car was severely damaged in the accident.
- Το αυτοκίνητο ζημιώθηκε σφοδρά στο ατύχημα.
- ⮡ The car was severely damaged in the accident.
- αυστηρά, με αυστηρό τρόπο
- ⮡ I was severely punished.
- Τιμωρήθηκα αυστηρά.
- ⮡ I was severely punished.