servile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαservile (en)
- που αναφέρεται στους δούλους
- δουλικός, δουλοπρεπής
- ≈ συνώνυμα: slavish, submissive, abject
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
servile | serviles |
servile (fr) αρσενικό ή θηλυκό