seruro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- seruro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seruro | seruroj |
αιτιατική | seruron | serurojn |
seruro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seruro | seruroj |
αιτιατική | seruron | serurojn |
seruro (eo)