sergent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sergent | sergents |
sergent (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο λοχίας
- (τεχνολογία) ο σφιγκτήρας ενός ξυλουργού
Εκφράσεις
επεξεργασία- sergent de ville - αστυφύλακας
Σύνθετα
επεξεργασία
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | sergenz | sergent |
cas régime | sergent | sergenz |
sergent αρσενικό
- → δείτε τη λέξη serjant