serĝento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- serĝento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | serĝento | serĝentoj |
αιτιατική | serĝenton | serĝentojn |
serĝento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | serĝento | serĝentoj |
αιτιατική | serĝenton | serĝentojn |
serĝento (eo)