sentencieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sentencieux < λατινική sententiosus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɑ̃.tɑ̃.sjø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sentencieux | sentencieux |
θηλυκό | sentencieuse | sentencieuses |
sentencieux (fr)
- που περιέχει αποφθέγματα
- που εκφράζεται με αποφθέγματα
- επίσημος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sentencieux | sentencieux |
θηλυκό | sentencieuse | sentencieuses |
sentencieux (fr)
- άτομο που εκφράζεται με αποφθέγματα