sennoma
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sennoma < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sennoma | sennomaj |
αιτιατική | sennoman | sennomajn |
sennoma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sennoma | sennomaj |
αιτιατική | sennoman | sennomajn |
sennoma (eo)