senegaliano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senegaliano | senegalianoj |
αιτιατική | senegalianon | senegalianojn |
senegaliano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senegaliano | senegalianoj |
αιτιατική | senegalianon | senegalianojn |
senegaliano (eo)