senatano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senatano | senatanoj |
αιτιατική | senatanon | senatanojn |
senatano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senatano | senatanoj |
αιτιατική | senatanon | senatanojn |
senatano (eo)