selakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- selakto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | selakto | selaktoj |
αιτιατική | selakton | selaktojn |
selakto (eo)
- το τυρόγαλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | selakto | selaktoj |
αιτιατική | selakton | selaktojn |
selakto (eo)