sekvanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekvanto | sekvantoj |
αιτιατική | sekvanton | sekvantojn |
sekvanto (eo)
- ο οπαδός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekvanto | sekvantoj |
αιτιατική | sekvanton | sekvantojn |
sekvanto (eo)