sekalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sekalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekalo | sekaloj |
αιτιατική | sekalon | sekalojn |
sekalo (eo)
- η σίκαλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekalo | sekaloj |
αιτιατική | sekalon | sekalojn |
sekalo (eo)