ενικός         πληθυντικός  
security deposit security deposits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
security deposit < → δείτε τις λέξεις security και deposit

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

security deposit (en)

  • η εγγύηση, ένα χρηματικό ποσό που πληρώνω όταν νοικιάσω ένα μέρος για να ζήσω και το οποίο επιστρέφεται όταν φύγω εάν δεν προκαλέσω ζημιά
    ⮡  After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
    Μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης.

Δείτε επίσης

επεξεργασία