security deposit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
security deposit | security deposits |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsecurity deposit (en)
- η εγγύηση, ένα χρηματικό ποσό που πληρώνω όταν νοικιάσω ένα μέρος για να ζήσω και το οποίο επιστρέφεται όταν φύγω εάν δεν προκαλέσω ζημιά
- ⮡ After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
- Μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης.
- ⮡ After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- security deposit στην αγγλική Βικιπαίδεια