secoureur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | secoureur | secoureurs |
θηλυκό | secoureuse | secoureuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
secoureur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη secourir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | secoureur | secoureurs |
θηλυκό | secoureuse | secoureuses |
secoureur (fr)