se moquer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- se moquer < moquer
Ρήμα
επεξεργασίαse moquer (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασία- bafouer
- se gausser
- gouailler
- narguer
- persifler
- railler
- ridiculiser
- rire de
- blasonner (λογοτεχνικό)
- chiner (λογοτεχνικό)
- chambrer (οικείο)
- charrier (οικείο)
- vanner (οικείο)
- dauber (παρωχημένο)