scivolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scivolo | scivoloj |
αιτιατική | scivolon | scivolojn |
scivolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scivolo | scivoloj |
αιτιατική | scivolon | scivolojn |
scivolo (eo)