sciuro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciuro | sciuroj |
αιτιατική | sciuron | sciurojn |
sciuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciuro | sciuroj |
αιτιατική | sciuron | sciurojn |
sciuro (eo)