scipovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scipovo | scipovoj |
αιτιατική | scipovon | scipovojn |
scipovo (eo)
- η γνώση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scipovo | scipovoj |
αιτιατική | scipovon | scipovojn |
scipovo (eo)