scientific
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | scientific |
συγκριτικός | more scientific |
υπερθετικός | most scientific |
Επίθετο
επεξεργασίαscientific (en)
- επιστημονικός
- ↪ This discovery represents a major scientific advance.
- Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
- ↪ This discovery represents a major scientific advance.