sciatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sciatique | sciatiques |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίθετο < αρχαία ελληνική ἰσχιαδικός < ἰσχίον
- ουσιαστικό < αποκοπή του goutte sciatique
Επίθετο επεξεργασία
sciatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
sciatique (fr) θηλυκό
- ισχιαλγία
- Avoir une sciatique.
- Υποφέρω από ισχιαλγία.
- Avoir une sciatique.