sciado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciado | sciadoj |
αιτιατική | sciadon | sciadojn |
sciado (eo)
- η γνώση, οι γνώσεις
- mi volas apliki mian sciadon pri fremdaj lingvoj
- θέλω να εφαρμόσω τις γνώσεις μου σχετικά με τις ξένες γλώσσες