schoolday
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
schoolday | schooldays |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαschoolday (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα μαθηματικά χρόνια, η περίοδος της ζωής μου που πηγαίνω σχολείο
- ⮡ This song brought me back to my schooldays.
- Αυτό το τραγούδι μ' έφερε πίσω στα μαθηματικά μου χρόνια.
- ⮡ This song brought me back to my schooldays.