sauvagin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sauvagin | sauvagins |
θηλυκό | sauvagine | sauvagines |
Επίθετο
επεξεργασίαsauvagin (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sauvagin | sauvagins |
θηλυκό | sauvagine | sauvagines |
sauvagin (fr)