Ετυμολογία

επεξεργασία
sardinier < sardine

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sardinier sardiniers
θηλυκό sardinière sardinières

sardinier (fr)

  1. σχετικός με τις σαρδέλες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sardinier sardiniers
θηλυκό sardinière sardinières

sardinier (fr)

  1. ψαράς σαρδέλων
  2. εργάτης που ετοιμάζει τις σαρδέλες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sardinier sardiniers

sardinier (fr) αρσενικό

  1. πλοίο ειδικευμένο στο ψάρεμα της σαρδέλας