sanulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanulo | sanuloj |
αιτιατική | sanulon | sanulojn |
sanulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanulo | sanuloj |
αιτιατική | sanulon | sanulojn |
sanulo (eo)