arrêt
(Ανακατεύθυνση από sans arrêt)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- arrêt < arest < arrêter
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarrêt (fr) αρσενικό
- η παύση, το σταμάτημα, η στάση
- arrêt de bus - η στάση λεωφορείου
Εκφράσεις
επεξεργασία- sans arrêt - ασταμάτητα